κονσερβατόρος

κονσερβατόρος
ο
(κατά τη βενετοκρατία στα Επτάνησα, στην Κρήτη κ.α.) διοικητής και διαχειριστής τών ενεχυροδανειστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conservatore < λατ. conservator < λατ. ρ. conservo «φυλάσσω, συντηρώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”